![]() |
Για να κατανοήσει κανείς το πνεύμα που αποπνέουν τα τελευταία λόγια του Γιούκιο Μίσιμα θα πρέπει να ανατρέξει στην ιστορία της Ιαπωνίας, όχι μόνο των τελευταίων 150 ετών αλλά σε περιόδους που πάνε τόσο πίσω όσο ο 16ος και 17ος αιώνας.
Αν και οι γείτονές της (Κίνα, Κορέα κλπ.) γνώριζαν την Ιαπωνία ήδη από το πρώτο μισό της 1ης προχριστιανικής χιλιετίας, η πρώτη φορά που αυτή έγινε κάπως γνωστή σε ανθρώπους από τη Δύση ήταν όταν ο Μάρκο Πόλο άκουσε τους στρατηγούς του Κουμπλάι Χαν να διηγούνται τα πόσα υπέφεραν στα χέρια των Ιαπώνων πολεμιστών αλλά πρωτίστως του θεϊκού ανέμου (Κάμι Κάζε – 神風) που κατέστρεψε ολοσχερώς τον αναρίθμητο στόλο τους στην προσπάθειά τους να εισβάλουν στα Ιαπωνικά νησιά.
Αργότερα, όταν με την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου και αφού άρχισε να ανοίγει η όρεξη για κατακτήσεις στα Δυτικά κράτη, άρχισαν οι πρώτες επαφές με τα έθνη της Άπω Ανατολής και της ΝΑ Ασίας, Πορτογάλοι, Ισπανοί και αργότερα Ολλανδοί και Άγγλοι άρχισαν όλο και περισσότερο να πατάνε πόδι στις δυτικές, κυρίως, περιοχές της Ιαπωνίας.
Η κερδοσκοπική λύσσα που χαρακτήριζε τους πρώτους αποίκους της Αμερικής, δεν έλλειπε και από εκείνους που κατευθύνθηκαν προς την Ανατολή.
Η συνήθης επωδός της όλης επιχείρησης υπήρξε και σ’ αυτή την περίπτωση η δικαιολογία της διάδοσης του «Λόγου του Θεού» προς τους «άγριους» εκείνους λαούς που… τόσο την είχαν ανάγκη.
Έτσι, μαζί με την οικονομική διείσδυση, οι Ισπανοί και Πορτογάλοι κυρίως επιχειρούντες στην Ιαπωνία, έφεραν μαζί τους και πολλούς χριστιανούς ιερείς, κυρίως Ιησουΐτες, από τις χώρες τους. Η μέθοδος γνωστή και δοκιμασμένη∙ η διαμόρφωση της τοπικής κοινωνίας με βάση τα όποια οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα δια μέσου της λεγόμενης αποκάλυψης του «Λόγου του Κυρίου». Τις πρώτες δεκαετίες της Δυτικής/χριστιανικής παρουσίας στην Ιαπωνία η επιρροή της ήταν τεράστια. Οι απλοί άνθρωποι αλλά και Σαμουράϊ ή ακόμη και Νταΐμυο που προσηλυτίστηκαν στον Χριστιανισμό ανέρχονταν στις δεκάδες χιλιάδες. Αυτό μπορεί να ακούγεται παράξενο κατ’ αρχάς όμως όχι και τόσο ασύνηθες για ένα έθνος το οποίο πάντα υπήρξε ανοιχτό στο να υιοθετεί και να ενσωματώνει νέες ιδέες εφ’ όσον αυτές ακούγονταν καλά στα αυτιά του. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πόσο ειρηνικά και σχεδόν αναίμακτα εισχώρησε ο Βουδισμός στην Ιαπωνία του 8ου και 9ου αιώνα μετά την υιοθέτησή του από μέρος της άρχουσας τότε ελίτ.
Τα προβλήματα δεν άργησαν, όπως ήταν φυσικό, να φανούν όταν η Ιαπωνική κοινωνία των προσήλυτων υπό την εποπτεία και καθοδήγηση των ξένων και κυρίως των ιερέων άρχισε να διασπάται από τους υπόλοιπους Ιάπωνες. Η εξουσία των Σογκούν άρχισε να αμφισβητείται, Σιντοϊστικοί και Βουδιστικοί άρχισαν να καταστρέφονται, απλοί άνθρωποι, πιστοί στην Ιαπωνική θρησκεία, να συκοφαντούνται ή και να δολοφονούνται. Άρχισε να αναδύεται σιγά-σιγά μια διαφαινόμενη αναρχία και ανταρσία ενάντια στα ίδια τα θεμέλια κάθε τι Ιαπωνικού.
Οι πρώτες προειδοποιήσεις προς τους εισβολείς και τους ομοφρωνούντες ήλθαν από τον Σογκούν Χιντεγιόσι (秀吉)του οποίου η εσωτερική πολιτική, αντίθετα με την εξωτερική, έπασχε από ατολμία. Αυτό αποθράσυνε εντελώς τους επιβούλους σε τέτοιο σημείο όπου η καινούργια δυναστεία Σογκούν των Τοκουγκάβα (徳川) αποφάσισε να απαλλάξει το έθνος της από την μεταστατική αυτή κακοήθεια.
Έτσι από τα πρώτα χρόνια του 17ου αιώνα εξέδωσαν μια σειρά από διατάγματα με τα οποία έδιωξαν απ’ την Ιαπωνία κάθε ξένο και απαγόρευσαν με θανατική ποινή τον Χριστιανισμό. Εδώ να αναφέρουμε πως χιλιάδες από αυτούς που κρίθηκαν ένοχοι αντεθνικών πράξεων, όπως και πολλοί Δυτικοί ιερείς, απλά σταυρώθηκαν. Χρειάστηκαν μερικά χρόνια ακόμη ώστε να ξεριζωθεί εντελώς κάθε εστία υπονόμευσης και σε όλα δόθηκε οριστικό τέλος όταν οι τελευταίοι πιστοί της αναρχίας εξοντώθηκαν στην μάχη της Σιμαμπάρα.
Η Ιαπωνία με αυτόν τον τρόπο μπήκε σε σχεδόν ολοκληρωτική απομόνωση αν και οι Ολλανδοί μπορούσαν ακόμη να εμπορεύονται μέσω ενός και μόνο προβλήτα στο Ναγκασάκι ειδικά κατασκευασμένου γι αυτό το σκοπό και εντελώς απομονωμένου. Περιορισμένες ανταλλαγές συνέχισαν να υπάρχουν με την Κορέα και τη Κίνα.
Για τα επόμενα 250 χρόνια η Ιαπωνία υπήρξε μια κλειστή χώρα (Σάκοκου – 鎖国).
Αυτό που σύσσωμη η νεωτερικότητα και τα υποτακτικά της σκουλήκια, είτε αυτά βρίσκονται στα πανεπιστήμια, είτε στους θεσμούς, είτε στα ΜΜΕ κλπ, σιχαίνεται και φοβάται τόσο πολύ, υπήρξε η Ιαπωνία για δυόμισι αιώνες.
Ο ιαπωνικός πολιτισμός γνώρισε μια τεράστια άνθηση. Το θέατρο με το είδος Νο και Καμπούκι αλλά και πολλές άλλες εκδοχές, μεσουράνησε. Ποίηση και λογοτεχνία με αποκλειστικά Ιαπωνικά χαρακτηριστικά σε αντίθεση με τα ρεύματα που υπήρχαν πιο παλιά με τις εμφανείς Κινεζικές επιρροές. Η τέχνη απογειώθηκε με την δημιουργία των πινάκων Ούκι-γιόε. Η Ιαπωνική κοινωνία ελεύθερη πια, υπό την έννοια ότι λογοδοτούσε πλέον πνευματικά μόνο στον εαυτό της, και γνωρίζοντας μια παρατεταμένη ειρήνη και ευημερία μπόρεσε να εφαρμόσει στο σύνολό της το Νιτσεϊκό «γίνε αυτό που είσαι». Ο Ιαπωνικός πολιτισμός αυτής της εποχής, της εποχής δηλαδή Έντο (江戸時代), μπορούμε να πούμε πως άγγιξε τα αισθητικά ύψη και βάθη της κατά πολύ παλαιότερης περιόδου Χεϊάν (平安時代) και ό,τι αναγνωρίζουμε σήμερα ως Ιαπωνική παραδοσιακή Τέχνη προέρχεται από αυτήν την περίοδο. Μια τρανή απόδειξη πως ο πολιτισμός μιας φυλής απλά δεν είναι ένα προϊόν προς εξαγωγή. Είναι ένα αισθητικό (έως και μεταφυσικό) μέγεθος μέσω του οποίου εξασφαλίζεται η ίδια η επιβίωση μια φυλής ή ενός έθνους και το οποίο γίνεται κατανοητό αποκλειστικά και μόνο από την ίδια αυτή φυλή ή έθνος. Είναι δε ένα μέγεθος από το Έθνος για το Έθνος και δεν μπορεί να υπάρξει εκτός αυτών των πλαισίων.
Τίποτα, βέβαια, δεν μπορεί να βαστάξει για πάντα και η τεχνολογική έκρηξη που οδήγησε την Δύση στο να κατακτήσει τον Πλανήτη, την έφερε στην πόρτα και της Ιαπωνίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1850, ένας στόλος κανονιοφόρων των ΗΠΑ υπό τον Ναύαρχο Πέρρυ, αγκυροβόλησε στον κόλπο του Έντο (σημερινό Τόκυο). Η απειλητική όψη των τεράστιων σκαφών, οι εκκωφαντικοί ήχοι των κανονιοβολισμών που χρησιμοποιήθηκαν για εκφοβισμό και η ιταμή, αν και νομοτελειακή, απαίτηση των Αμερικανών να ανοίξει η Ιαπωνία τα λιμάνια της στα Δυτικά συμφέροντα έθεσε τους Γιαπωνέζους υπό ενός διλλήματος με απόλυτα προβλεπόμενα συμπεράσματα. Η απόφαση πάρθηκε, η Ιαπωνία δεν ήταν σε καμία περίπτωση σε θέση να θέσει οποιουδήποτε είδους αντίρρηση προ του νέου κόσμου της τεχνολογίας. Έπρεπε, λοιπόν, να συμμορφωθεί και να ενταχθεί.
Η συνθήκη της Καναγκάβα, στην οποία αναφέρεται στα τελευταία του λόγια ο Μίσιμα, υπεγράφη ως επιστέγασμα του εκβιασμού που υπέστη η Ιαπωνία εκείνα τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1850.
Είναι γνωστό πως σε ένα νόμισμα υπάρχουν πάντα δύο όψεις. Το ίδιο συμβαίνει και με την Ιαπωνική κοινωνία. Τα ίδια αντικοινωνικά στοιχεία που έφεραν το χάος υποκινούμενοι από τους Ιησουΐτες τον 17ο αιώνα, απλά άλλαξαν αφέντη και έθεσαν εαυτόν στη διάθεση της ξένης πολιτισμικής και θεσμικής εισβολής μέσα στην Ιαπωνική κοινωνία κατά τον 19ο. Σε αυτό το σημείο τείνω να συμφωνήσω με τον εκλιπόντα Βλάσση Ρασσιά στον διάσημο αφορισμό του περί της ουσίας όλων των δεινών που μας κατατρέχουν διαχρονικά ως Έθνη: «η βασική διαμάχη στον κόσμο διαχρονικά γίνεται μεταξύ ποιοτικών και μη ανθρώπων».
Ο ξέφρενος εκδυτικισμός της Ιαπωνίας υπήρξε αποτέλεσμα των αόκνων επιμελλημάτων του μέρους εκείνου της Ιαπωνικής κοινωνίας που αισθανόταν «κοσμοπολίτες». Φυσικά και υπήρξαν σαφείς εντολές για υποβάθμιση του Ιαπωνικού χαρακτήρα κάθε πράγματος από αυτούς που έθεταν τους κανόνες, όμως η 5η φάλαγγα υπήρξε πάντα βασιλικότερη του βασιλέως και εμείς ως Έλληνες αυτό μπορούμε να το επιβεβαιώσουμε.
Η Ιαπωνική κοινωνία άλλαξε ριζικά από την συνθήκη της Καναγκάβα και μετά. Αυτοί που έχουν απάντηση για τα πάντα θα μας καθησυχάσουν λέγοντας πως αυτό έπρεπε να συμβεί διότι η χώρα έπρεπε να αντισταθεί στον εποικισμό και την υποτέλεια. …Τί ειρωνία…
Όπως όλοι γνωρίζουμε οι υγιείς δυνάμεις του Ιαπωνικού Έθνους κατάφεραν για περίπου τρεις δεκαετίες να υπερισχύσουν στην διακυβέρνηση της χώρας και χωρίς να το επιθυμούν πραγματικά και υπό χυδαίους γεωπολιτικούς εκβιασμούς αναγκάστηκαν να εμπλακούν στον Β’ΠΠ. Η έκβαση γνωστότατη. Τα τελευταία προσχήματα της Καναγκάβα κατέπεσαν κι αυτά πάνω στο κατάστρωμα του θωρηκτού USS Missouri κατά την τελετή παράδοσης εκείνο το μεσημέρι του Αυγούστου του ’45 στον κόλπο του Τόκυο, εκεί που πρωτοεμφανίστηκε και ο ναύαρχος Πέρρυ το 1852.
Η Ιαπωνία, σήμερα, είναι, όπως και η Γερμανία, υπό στυγνή κατοχή. Το Σύνταγμά της τής απαγορεύει την ύπαρξη στρατού πέραν της τοπικής άμυνας. Της απαγορεύει την κατοχή πυρηνικών. Θεσμοθετεί την φυλετική ενοχή και την άρνηση του όποιου ηθικού πλεονεκτήματος πριν το 1945. Οι ιαπωνόφωνες ελίτ που χρησιμοποιούνται από τους γνωστούς άγνωστους παγκόσμιους επικυρίαρχους για να κρατούν σε καταστολή τον λαό των Καμικάζε, έχουν ακριβώς τα ίδια γνωρίσματα με τις ανάλογες ελληνόφωνες.
Ο Γιούκιο Μίσιμα παραμένει αιώνιος δικός μας ήρωας, παρά τις όποιες αποκλίνουσες τον χαρακτήριζαν, γιατί είχε κατανοήσει την μη-ύπαρξη του «Χρόνου». Η πράξη του να πάψει την λεγόμενη «ύπαρξή» του συνιστά μια κραυγή κατάφασης προς την ουσία της Φύσης και του Νόμου. Με το σπαθί του να κατεβαίνει στο πίσω μέρος του σβέρκου του, εξευτελίζει τον σημερινό «άνθρωπο» που σπεύδει ταχέως και κάθιδρος να μετρήσει το άπειρο με το υποδεκάμετρο ανά χείρας. Που τρέχει να πεθάνει για να κερδίσει ένα μήνα παραπάνω «ζωής». Που νομίζει ότι μπορεί να φτιάξει το μέλλον του όταν αυτό έχει ήδη συντελεστεί.
Ο Μίσιμα «έπεσε» σαν άνθος της κερασιάς στο παγωμένο αεράκι του Απρίλη. Η σιωπή του θα σπάει αιωνίως τα τύμπανα στα αυτιά εχθρών και φίλων στην Ιαπωνία και αλλού.
靖国で会おう
.. τα λέμε στο Γιασουκούνι ..